Γράφει:Τάκης Δημητρακόπουλος
---------------
Όμορφα τα δειλινά του «νωπού» ακόμη από τις βροχές Ιουλίου…Όμορφα βαμμένα σε όλες τις αποχρώσεις του μοβ.
Ένα από τα πρώτα βράδια του Ιουλίου, θυμήθηκα εκείνο το παλιό φίλο, τον τόσο περίεργα απόμακρο, αλλά τόσο κοντά, τόσο …μέσα σ’αυτό που λέμε ζωή…
Ήξερα τον δρόμο που οδηγεί στο «καταφύγιο» του, και τον βρήκα καθισμένο πάντα, σ’εκείνη την αρχαία όπως την έλεγε πέτρα με το καβαλέτο του ανοιχτό κι’ένα κομμάτι κάρβουνο στο χέρι. Ήρθες? Ρώτησε χωρίς να στρέψει το κεφάλι, σε περίμενα μέρες τώρα!
Σκέπασε το έργο του γύρισε προς το μέρος μου έβγαλε από την τσέπη τα άφιλτρα τσιγάρα του και μου πρόσφερε λέγοντας…έλα να σκοτώσουμε μερικά λεπτά ζωής….
Καπνίσαμε, αμίλητοι εκείνο το τσιγάρο, ύστερα άλλο κι’ άλλο. Ώσπου σηκώθηκε μάζεψε τα πράγματά του προσεκτικά και είπε: «Πάω. Θα έρθεις έ;».
Έτσι βρεθήκαμε στην παλιά μονοκατοικία με τον μικρό κήπο. Έφτιαξε καφέ πικρό, σκέτο βαρύ, και κάθισε απέναντί μου στο παλιό τραπεζάκι με τον καφέ να μοσχοβολάει και δυο σταλιές τσίπουρο σε κάτι μικρά σα δαχτυλήθρες ποτήρια.
Ο Καπνός και η σιωπή ανάμεσα μας ώσπου αποφάσισε να μιλήσει ξανά..Λοιπόν τι λες?
Πάλι απάντησε στην ερώτηση πριν προλάβω να πω λέξη! Κι εγώ φοβάμαι συνέχισε. Φοβάμαι πολύ, για όλους, όχι για μένα, για τα παιδιά….
Μόνος του χρόνια τώρα απ’όταν «έφυγε» εκείνη, χωρίς παιδιά, έλεγε κι έσπαζε το «χωρίς» παράπονο και το «παιδιά» μαζί. Σηκώθηκε έσβησε το τσιγάρο στο τασάκι άδειασε βιαστικά το τσίπουρο στο λαρύγγι του και μου έγνεψε.
Μας οδήγησε στο μικρό παλιό σαλόνι, άνοιξε τη πόρτα μιας παλιάς σκαλιστής ντουλάπας, κι’ έβγαλε ένα μεγάλο χάρτινο κουτί. Άδειασε το περιεχόμενο στο τραπέζι και κοιτούσε σχεδόν δακρυσμένος, φωτογραφίες παλιές, κι αποκόμματα εφημερίδων. Σε κάθε φωτογραφία παιδιά αδύνατα με κάτι τεράστια φοβισμένα μάτια, ξυπόλυτα, κουρεμένα με την ψιλή.
Όλα σχεδόν κρατούσαν το χέρι ή το πανωφόρι του άλλου..Βλέπεις? Ρώτησε. Μέσα εδώ είμαι κι εγώ.
Γιαυτό φοβάμαι.
Μην αφήσετε να κλέψουν κι άλλες ζωές, κι άλλων παιδιών, μην αφήσετε ψέλλισε κομπιάζοντας.
Σκούπισε τα μάτια του, μάζεψε ότι είχε μέσα εκείνο το κουτί, με σεβασμό, ευλαβικά τοποθέτησε πάλι την ντουλάπα, στάθηκε για λίγο σκεπτικός και άνοιξε το διπλανό φύλλο.
Έσκυψε σκάλισε για λίγη και γύρισε κρατώντας στα χέρια του κάτι που έμοιαζε με βιβλίο ή με παλιό ογκώδες όμως τετράδιο! Πάρτο είπε!.. Μα ψέλλισα. Πάρτο! Ξαναείπε και μου το έδωσε.
Ύστερα από μια στιγμή και αφού έσβησε το φως ψιθύρισε είναι ώρα να πηγαίνεις… Όμως διάβασέ το!
Στάθηκα μέσα στο αυτοκίνητο λίγο πιο πέρα από το σπίτι του, άνοιξα γεμάτος περιέργεια το βιβλίο, αντί τίτλου στην πρώτη σελίδα, η ασπρόμαυρη φωτογραφία ενός παιδιού…
Στην επόμενη ένα λίγο μεγαλύτερο παιδί στην άλλη ένας έφηβος, κατόπιν ένας στρατιώτης με δίκοχο μετά ένας νέος άντρας σε μισή κομμένη φωτογραφία μάλλον γάμου…!
Μετά μέχρι τη μέση και λίγο περισσότερο, αριθμοί! 1,2,3, αριθμοί…. Από τη μέση και μετά τίποτα. Γύρισα γεμάτος περιέργεια, να ρωτήσω, να μάθω.
Τον βρήκα καθισμένο με τα δυο ποτηράκια γεμάτα. «Σε περίμενα» είπε. Απόρησες έ? Συνέχισε. Κοίτα μου λέει, ως τα μισά, άφηνα πίσω μου σελίδες που κιτρίνιζαν από το χρόνο…
Κάπου εκεί διαπίστωσα ότι και οι υπόλοιπες είχαν κιτρινίσει πριν καν φτάσω σε αυτές…
Τι νόημα είχε πια να συνεχίσω? Στην υγειά μας είπε, ήπιαμε το τσίπουρο και με καληνύχτισε. Την ώρα που περνούσα την αυλόπορτα, μου φώναξε: «Αρίθμησέ τες αν θέλεις εσύ για μένα, κι όταν φτάσεις στην τελευταία, γράψε Τέλος ή καλύτερα Κλειδί! Τότε κατάλαβα! Ελπίζω κι εσείς!