Ήταν πολλοί.
Κατέβαιναν τη σκάλα κρατώντας τα παλιά κάδρα του χτες.
Επέμεναν να ζουν στο σπίτι με τις παλιές ταπετσαρίες,
τις νεκρές φύσεις, τα χειροποίητα γυάλινα αμπαζούρ,
τα σκοτεινά δωμάτια με τις σκιές…
έκανε ένα βήμα εμπρός,
βγήκε απ’ την κόκκινη γραμμή που διαχωρίζει νεκρούς – ζωντανούς,
και μου χάρισε τα ασημένια της μαχαιροπίρουνα.
Κατέβαιναν τη σκάλα του διώροφου σπιτιού.. Δεν τους γνώριζα όλους…
Ατμόσφαιρα εξωκοσμική,
εκεί στο σημείο που αρχίζεις να αναρωτιέσαι γιατί ανατριχιάζεις ξαφνικά,
και γιατί το παιδί μέσα σου αρχίζει να κλαίει…
Εκεί που ψάχνεις να βρεις την ζωή σου σε ένα γύρισμα του χρόνου,
και βλέπεις το σιωπηλό πρόσωπο της μητέρας σου,
να κάθεται στο τραπέζι μαζί σου και εσύ πρέπει να την πείσεις ότι έχει πεθάνει,
κι είναι άλλος ο τόπος και ο χρόνος,
και πρέπει να φύγει να πάει στο φως…
Στο δρόμο του κάδρου σκοτεινά δέντρα δίχως χρώμα… όλα στο ίδιο καφέ-γκρι…
Θεία τα μαχαιροπίρουνα που μου χάρισες δεν θα τα βάλω σε χρήση…
Φοβάμαι ότι θα μεταλάβω λέξεις και έννοιες που δεν ειπώθηκαν ποτέ.
Θα μεταλάβω κρυφούς αναστεναγμούς, λυγμούς και ίσως ίσως και ανεπίδοτα φιλιά…
Με ενοχλεί το μισοσκόταδο μητέρα.
Με ενοχλούν όλοι αυτοί οι νεκροί που έρχονται στον ύπνο μου τάχα για να μου θυμίσουν ότι υπάρχει και ο θάνατος, και δεν έχω κατασταλάξει αν είναι μια παρότρυνση για να ζήσω…
................................................
Ένας μικρός στρατός χωρίς διακριτικά…
κι έπρεπε να σπάω το κεφάλι μου να ταιριάσω ονόματα, χρονολογίες,
κάτι κομμένα χέρια που κρατούσαν κιτρινισμένες επιστολές, επετείους γεννήσεων ή θλιμμένων γάμων
Κορίτσια που δεν μεγάλωσαν ποτέ
κλεισμένα σε φωτογραφίες με φιόγκους στα μαλλιά,
και μικρά αγόρια με φορέματα και ξυρισμένα κεφάλια.
Θα ξυπνήσω μητέρα.
Θα το κλείσω το όνειρο….
…………………………………………………………………
Τα μαχαιροπίρουνα τα καταχώνιασα στα συρτάρια.
Ξήλωσα τα σκοτεινά δέντρα και αποχαιρέτησα τους νεκρούς.
Έκλεισα το όνειρο.
Άνοιξα τα μάτια.
Απόγευμα έξω στο δρόμο.
Κάποιο λάθος σίγουρα έχω κάνει…
Τι παράξενη σκοτεινιά έχει ντύσει τον κόσμο μητέρα!
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΟΝΤΑΚΗ- ΤΣΙΡΙΓΩΤΗ