Χρονογράφημα
Γράφει ο Τάκης Δημητρακόπουλος
Πέρασε, ακόμη ένα Πάσχα, ίσως λίγο πιο φτωχό, πάντα όμως με την ίδια κατάνυξη για τους πιστούς τουλάχιστον και με την ίδια καθόλου κατανυκτική όμως σαρκοφαγία. Έτσι πάντα με τρόπους και έθιμα περίεργα μπλεγμένα οι έλληνες έτσι πάντα….!
Όπως όλοι έχω κι’εγώ τις παραξενιές μου, αλλά και τα καταφύγιά μου.. Σένα από αυτά βρεθήκαμε πάλι, εγώ η σιωπή και η θάλασσα!
Η ομορφιά της απεραντοσύνης της, η εικόνα, το αφρισμένο γαλάζιο κύμα που επιτίθεται στα βράχια αιώνες τώρα, σε μια μάχη άνιση, μαχητής γενναίος εκεί.
Το ίδιο εκείνο κύμα γλυκοφιλάει την αμμουδιά και αντί για άγριο ήχο ακούς το χάδι του… Αλήθεια από πόσες θάλασσες έρχεται? Πόσες άγριες ακτές «πολέμησε» αγριεμένο? Σε πόσες αμμουδιές «έσβησε» γλυκά σαν χορτασμένο έρωτα κορμί…! Χρόνια τώρα τα λέμε, εγώ και η θάλασσα, χρόνια τώρα μου λέει το ίδιο πάντα τραγούδι. Μόνο ο ρυθμός αλλάζει, κάποτε και το χρώμα της όταν αγριεύει.. Άκουσα τον ήχο του ήλιου, όταν «σβήνει» στο βάθος του ορίζοντα και χάνεται στα νερά, άκουσα τις σιωπές και τις παύσεις της σ’ατελείωτα ξενύχτια..! Είδα προπέλες να χαράζουν ουλές στο κορμί της, που έσβηναν αργά με ένα γλυκό κυματισμό. Άκουσα τις φωνές των ναυτικών όταν η μάχη δείχνει πως χάνεται…
Λίγα μυστικά της μόνο νάξερα από τα πολλά που κρύβει στα βάθη της. Εκείνη επίμονα τα κρύβει κι’εγώ επίμονα τα ψάχνω…! Παιχνίδια του μυαλού με την αρμύρα και το κύμα, παιχνίδια με το φως του ήλιου, άλλοτε με εκείνο του φεγγαριού όταν την επαργυρώνει με το ασήμι του. Παιχνίδια με τον άνεμο που φέρνει το άρωμά της.
Έρωτας με αρμυρό φιλί και γιαυτό αχόρταγα διψασμένος. Μοσχοβολάει αλάτι η πνοή της.
Αχ! Θάλασσα μου φιλόξενη πάντα, ακόμη κι’όταν έρχεσαι ως εμένα αγριεμένη…! Είδα κι’ έμαθα πολλά μαζί της εκεί. Γνώρισα, και θα γνωρίσω το ξέρω κι΄άλλους «βαρεμένους» σαν κι εμένα.
Σ’ αυτήν την «άπιστη» ερωμένη χρωστάω πολλά. Εκείνη τίποτα σεμένα πια. Μου τα’δωσε όλα όταν μ΄άφησε να χαϊδέψω με το βλέμμα την ομορφιά της. Μου τα πήρε όλα όταν τίποτα δεν μπόρεσε να με πάρει μακριά της. Έρωτας απραγματοποίητος και γιαυτό ζωντανός αιωνίως.
Να σαν το κύμα που μόλις έσκασε στο βράχο και γέμισε τον αέρα δροσοσταλίδες κι αλάτι.
Μελαγχολία που κάνει το χαμόγελο ακριβό. Αυτό είναι εκείνο που παίρνω φεύγοντας πια.
Την ανάγκη να μελαγχολήσω, για να μπορώ να χαμογελώ! Δοκιμάστε το αξίζει!
Νάσται καλά