Κυριακή 7 Αυγούστου 2011

To κλειδί της Φυλακής



χρονογράφημα
Γράφει ο : Τάκης Δημητρακόπουλος



Με ωράρια περίεργα, ιδιόρρυθμος πάντα, μου αφήνει «μηνύματα» σε τόπους γνώριμους συνθηματικά.

Μια πέτρα η ίδια πάντα, κάθισμα όταν ζωγραφίζει μου δίνει το σύνθημα με μια άλλη μικρότερη τοποθετημένη πάνω της.
 Έτσι «έμαθα» πως με αναζητά και πήγα..
 Αργούτσικα, περασμένες έντεκα. Άνοιξα τηναυλόπορτα, και είδα τη φλόγα του παλιού αναπτήρα να φωτίζει το πρόσωπό του.
Καθισμένος σε ψάθινη καρέκλα στο ίδιο πάντα στρογγυλό τραπεζάκι ένα παλιό γυάλινο σταχτοδοχείο τα άφιλτρα τσιγάρα του, δυο φλιτζάνια καφές που μοσχοβολούσε και δυο ποτηράκια τσίπουρο.
 «Σε περίμενα» είπε και πρόσφερε τσιγάρο. Έσπρωξε προς το μέρος μου το χοντρό φλιτζάνι, «φρεσκοκαβουρντισμένος» είπε. Δοκίμασε.
Ρουφούσε με απόλαυση τον καφέ και το τσιγάρο του. Με σκοτώνει είπε, με δόσεις, αλλά είναι σύντροφος πιστός… Όχι σαν εσένα! Και γέλασε. Άκουγα τη σιωπή του, ανάμεσα στις μυρωδιές και τους ήχους της νύχτας. Κέρασε δεύτερη βόλτα, ήπιε αργά, και σηκώθηκε. ‘ «Έλα» μου είπε σιγά.
 Μπήκαμε στο σπιτάκι που μοσχοβολούσε άρωμα γαρδένιας.
Ήταν το αγαπημένο της είπε. Έβγαλε μια αρμαθιά κλειδιά, διάλεξε ένα και ξεκλείδωσε τη πόρτα. Μπήκαμε.
 Ένα σιδερένιο κρεβάτι στρωμένο, δυο κομοδίνα με φωτογραφίες της, ένα τασάκι, ένα μισάδειο πακέτο Παλλάς και πάνω του ο αναπτήρας.


 Έζησε μου είπε. Φυλακισμένη. Απ’εδώ έφυγε! Ναι αλλά ψέλλισα. Σσστ! Είπε. Βιάστηκε! Θα δεις. Άνοιξε την ντουλάπα, και είδα μια παμπάλαια τηλεόραση με οβάλ οθόνη!
Σκαλίζοντας έπιασε ένα περίεργο αντικείμενο γεμάτο κουμπιά, συνδεδεμένο με ένα μακρύ καλώδιο.
 Το άπλωσε, έφτασε ως το κομοδίνο και το πάτησε.
 Το δωμάτιο φώτισε η οθόνη μαυρόασπρη. Ασυντόνιστη χωρίς εικόνα! «Αμερικάνικη» είπε. Και ακριβή τότε. Ήταν όμως η συντροφιά της.


 Κοιτούσα απορώντας και περίμενα τη συνέχεια. Δεν την άνοιξα ποτέ ως σήμερα από τη μέρα που «έφυγε».
 Κατάλαβα πως κάτι ακόμα είχε να μου πει και έτσι έγινε. Σαν σήμερα είπε! Δηλαδή σήμερα! Μη ρωτήσεις πριν πόσα χρόνια τώρα!
Μάζεψε ευλαβικά το ενσύρματο κοντρόλ, έκλεισε την οθόνη και τοποθέτησε τα πάντα στην ίδια θέση.

Δεύτερος γύρος τσίπουρο και τσιγάρο. Γιατί; Ρώτησα. Για να σου δείξω τη φυλακή της και τη δική σου, απάντησε. Ώρα να σ’αφήσω του είπα. Όχι. Όχι πριν σου εξηγήσω.
 Κρατούσε στο χέρι της εκείνο το χειριστήριο ακριβώς τη στιγμή που «έφευγε» πάτησε το κουμπί και έμεινε στο χωρίς εικόνα κανάλι.



Η φυλακή και η ελευθερία της αυτό το πράγμα είπε! Το κλειδί που ανοίγει την πόρτα και που την κλείνει.
Τώρα αν θέλεις φύγε! Αν όχι κάνε μου παρέα. Θέλω να πιω απόψε…χωρίς κουβέντες όμως. Θα μείνεις; Ναι του έγνεψα.
Τα πίναμε σιωπηλοί μέχρι που χάραξε. Ώρα να πηγαίνεις είπε. Λίγο πριν κλείσω την αυλόπορτα, τον άκουσα να μου φωνάζει. Πέταξέ το! Μ’αυτό σε κρατούν φυλακισμένο 
Έτσι τελείωσε αυτή μας η συνάντηση…