Κυριακή 26 Ιουνίου 2011

ΜΙΑΣ ΔΕΚΑΡΑΣ ΕΥΧΕΣ

   ( … Και τώρα η εκπομπή καλημέρα παιδάκια… Μια φορά κι έναν καιρό…)
Μένω στο χτες. Εκεί όπου έμαθα να γελάω, να κλαίω, να παίρνω και να δίνω ζωή. Να μαθαίνω ζωή. Εκεί στα πρώτα πανηγύρια της πόλης μου στην επαρχία. Στις πλαστικές φτηνές κούκλες, στα πλαστικά όνειρα της φαντασίας κρατώντας τα με ελπίδα κάτι νύχτες πρωτοχρονιάς μέχρι το ξημέρωμα. Λίγο ακόμα και θα ’ναι πάλι μέρα…λίγο ακόμα κι ένας καινούριος χρόνος θα με γεμίσει ψευδαίσθηση......


Μένω εκεί, στις σοκολάτες του παππού. Στους δρόμους που έπαιζα με την Αλίκη, τον Χριστόφορο, την Βούλα και τον Κωστή, πλατεία Αγίου Αρτεμίου Αθήνα 60-70. Εκεί όπου η αφορμή για την πιο κακή πονηριά ήταν η αθωότητα. Απλώνω τα χέρια κι αγγίζω και μπορώ ακόμα να χαϊδεύω την οργή, να την καθησυχάζω με γλυκόλογα. Μέσα σε μια θάλασσα από ξερά στάχυα, ανοίγω δρόμους φτιάχνοντας τον κόσμο. Πετάω με δυο φτερά που είναι φτιαγμένα από καινούριο χαρτί.
……………………………………………………
Καινούριο χαρτί απ’ τα βιβλία του κύριου Τάσου του βιβλιοπώλη. Στην ίδια παρεϊστικη αυλή. Κάθε φορά που άνοιγε την πόρτα του έκλεβα πνοές απ’ τον χώρο του. Στοιβαγμένη μάθηση ποιητικά σκηνοθετημένη από μόνη της. Αχ! Να ’χα κι εγώ ένα τέτοιο δωμάτιο! Τόσα βιβλία τόσες λέξεις καινούριες τόσες εικόνες!..................................................................
Κι ύστερα από χρόνια, σ’ ένα όνειρο εκεί στον δρόμο του Αγίου Αρτεμίου, σε είδα να καις τα βιβλία σου! Πύρινες γλώσσες έκαιγαν όλες μου τις ελπίδες! Σε ρώτησα γιατί, γιατί;
Μου απάντησες ότι ήταν καιρός να τα κάψεις………….
Πως γέμισα ξαφνικά μελαγχολία. Είχες γεράσει. Μια θλίψη βάρυνε τόσο μέσα μου…. Ξύπνησα μέσα στον πανικό του αναπόφευκτου κι όμως δεν μπόρεσα να κλάψω. Κι αυτή η μυρωδιά από καινούριο χαρτί με κυνηγάει κάθε φορά που ανοίγω ένα βιβλίο. Κάθε φορά που φτιάχνω ένα καινούριο
ζευγάρι φτερά………………………………………….
Η φωνή του παππού. Γυρίζω πίσω στην επαρχία. Γυρίζω πίσω. --Έλα μικρό κοριτσάκι μου, έλα να καθίσεις λίγο στα γόνατά μου να σε κουνήσω λίγο πάνω-κάτω, πάνω-κάτω. Έλα να δεις τι σου ’φερα απ’ την πόλη. Μια μερίδα χαράς, που κλείνεται όλη σε αυτή την μικρή σοκολάτα…………………………………
………………………………………………………………..
Τώρα παππού κανείς δεν μου φέρνει σοκολάτες. Τώρα παππού οι μικρές χαρές κλείνονται σ’ ένα πακέτο τσιγάρα. Δηλητήριο που το πίνουμε συνειδητά. Έτσι για να μην είναι άδεια τα χέρια.
Κι όμως μπορώ να πετάω ακόμα παππού. Να αιωρούμαι στον χρόνο…….. μια δραχμή η γκοφρέτα, δυο δραχμές το σουβλάκι με πίτα, επτά δραχμές το εισιτήριο στα θερινά Σινεμά.
Ένα παιδί χωρίς όνομα- Μια αγάπη δίχως αύριο-
Ζανίνος- Άντζελα Ζήλια- Μάρθα  Βούρτση. Το πάθος της μαμάς  με τον κινηματογράφο. Πιανόμαστε απ’ τα χέρια όλοι γεμάτοι ενθουσιασμό, γέλιο, συγκίνηση, κλάμα  κι όταν κλαίγαμε πολύ, η μαμά, μας  καθησύχαζε –Ελάτε, μην κλαίτε άλλο. Δεν ήταν παρά μια ταινία. Ψέμα ήταν όλα. Ψέμα.
Αύριο θα σας πάω βόλτα στο Ζάππειο στον ΄΄βασιλικό κήπο΄΄  
Θα πετάξουμε δεκάρες στην λίμνη με τις πάπιες και θα κάνουμε ευχές………………………………………………………
…………………………………………………………….
Κρατάω στο χέρι μου λίγο πασατέμπο ακόμα. Το αλάτι λειώνει κι ανακατεύεται με τα δάκρυα καθώς τα σκουπίζω. Η λίμνη του κήπου γίνεται απέραντη θάλασσα από μνήμες. Οι λευκές πάπιες γίνονται όνειρα. Πετάνε από χρόνο σε χρόνο κι αν πάνε να γεράσουν τα γυρίζω πίσω, τα ξανακάνω καινούρια.
Μια δεκάρα ακόμα μαμά………μια ευχή……….να μάθω ν’ αγαπάω μαμά! Να μάθω να μη φοβάμαι την αλήθεια. Αυθάδικα να μπαίνω στη ζωή. Και μιας κι όλα υπάρχουν μέσα μας, εγώ να μην κουραστώ να χαϊδεύω το μίσος, να μην κουραστώ για να μην ξυπνήσει ποτέ. Μιας κι όλα υπάρχουν……………….
…………………………………………………………….
Ήθελα να πεθάνω στα τριάντα μαμά. Να με θυμούνται νέα όμορφη και καλή. Είχα ένα φόβο κρυφό από παιδί, μη με παρασύρει το ρεύμα, αυτό που παρασύρει τους περισσότερους και τους καταπίνει. Την ισοπέδωση φοβόμουν, την ασχήμια, την μιζέρια της ψυχής. Πως γίνεται να πεθαίνουν τα ωραία μαμά; Πως με τρομάζουν οι τεχνοκράτες ρεαλιστές αν ήξερες! 
Αν αφεθώ θα με λιώσουν στα γρανάζια μιας ανόητης πρόκλησης χωρίς ουσία.
Γι αυτό διαλέγω την αγάπη! 
Τα κίτρινα στάχυα του χτες, δεν θα τα θερίσω ποτέ απ’ τις μνήμες μου. Όσο αντέχουν να στέκονται
μαμά!          
…………………………………………………………………
Επιτραπέζια παιχνίδια οι αντοχές μας. Πότε να χάνουμε και πότε να κερδίζουμε. Και οι ανοχές μας θεϊκά παραδομένες μέσα σε στεφανοθήκες με λευκό σατέν. Το ένιωσες μαμά; Και πες μου ατόφιο και δικό σου τι κράτησες; Επιτραπέζια παιχνίδια οι αντοχές μας. Πότε να χάνουμε και πότε να κερδίζουμε.
Το κατηγορώ του Ζολά να μπερδεύεται με την Γκρατσιέλα, και με το σπίτι των ανέμων στο ραδιόφωνο. Πικρή μικρή μου αγάπη απόψε σε σκοτώνω. Ο λύκος της στέπας, τρυπώνει απόψε στον κόσμο της Αλίκης των θαυμάτων!
Και τώρα η εκπομπή, « καλημέρα παιδάκια » καλημέρα σας παιδιά, τραλαλά  τραλαλά, σηκωθείτε με χαρά τραλαλαλαλά…
…………………………………………………………………
Μικρός κάου μπόι, μικρός ήρωας. Μικροί ήρωες οι αντοχές μας μαμά. Γερνάω μα ακόμα είμαι χτες. Τις νύχτες φτιάχνω χάρτινα πουλιά. Ανεβαίνω στις φτερούγες τους και ταξιδεύω….κι εκεί πριν το ξημέρωμα να ’ρθει, μπαίνω πάλι απ’ τα παράθυρα με τις μυρουδιές τις νύχτας. Κι απλώνομαι σαν καινούριος θυμός και βάφω τους τοίχους με κόκκινο………………………….
…………………………………………………………............
Κόκκινο απ’ την καρώ φουστίτσα με τις πιέτες και τις τιράντες που φορούσα παιδί. Στο στόμα υπάρχει ακόμα η γεύση από εκείνο το γλυκό με την κανέλλα που έφτιαχνες. Ο κόσμος μου όλος μαμά μια καρώ φουστίτσα και δυο-τρεις κουταλιές χαλβάς με κανέλλα. Ο κόσμος μου όλος ένα θερινό σινεμά και μια χούφτα πασατέμπος………………………………………..
……………………………………………………………….
Μένω στο χτες. Δεκάρες κι ευχές. Δυο-τρία κλουβιά με καναρίνια στο μικρό μπαλκονάκι της κυρίας Άννας στην ίδια
παρεϊστικη αυλή. Ποτέ της δεν παντρεύτηκε. Στο πλυσταριό
της  αυλής σήμερα έχουμε μπουγάδα. Σήμερα εμείς, αύριο η Άννα μεθαύριο ο κύριος Τάσος ο βιβλιοπώλης. Ποτέ του δεν παντρεύτηκε. Έσερνε μόνο μια παράξενη σιωπή στα μάτια του, στα χέρια του, μαζί με τα βιβλία. Σπάνια μιλούσε κι όλο και πιο σπάνια ζούσε. Ένας δικός μας ξένος σαν ηθοποιός που ταυτιζόμαστε μαζί του στο θέατρο, στο κουκλοθέατρο, στον καραγκιόζη στην πλατεία της πόλης μας. Στο θέατρο του παραλόγου στην πλατεία της ζωής μας. ……………….
……………………………………………………………….
Μένω στο χτες κι ας με βλέπεις εδώ. Σε αυτόν τον κόσμο του χτες κοιμάμαι παιδί τα μεσημέρια, κι όταν ξυπνάω τ’ απόγευμα νιώθω σα να ’ναι πρωί. Και η κάθε μέρα μου γίνεται δυο! Και νικάω τον χρόνο! Και φτιάχνω κακάο με γάλα να πιω χωρίς διοξίνη. Κι ύστερα βγαίνω στον κήπο με τις χαρουπιές. Ανηφόρα ο δρόμος έξω απ’ τον κήπο. Οδός Αγραίων, οδός ονείρων, οδός αθωότητας. Ανηφόρα και παιχνίδι.
Στρατιωτάκια ακούνητα κι αγέλαστα…………………………
…………………………………………………………………
Κι ένας κοντός ανθρωπάκος να βγάζει λόγο στα σκαλιά της εκκλησίας. Έπρεπε να κλαίμε τότε μαμά κι όχι να χειροκροτάμε! Χούντα ήτανε! Χούντα τον λέγανε. Ο φόβος είχε όνομα. Από τις έξη το απόγευμα κλεινόμασταν μέσα. Καναρίνια σε απόλυτη σιωπή, σε κλουβιά, πάνω σε μικρά μπαλκονάκια να κοιτάμε την ζωή απ’ τα κάγκελα. Μη γελάς! Κινδυνεύεις! Στρατιωτάκια ακούνητα κι αγέλαστα. Το παιχνίδι είχε υπόσταση πια…….. Δεν θέλω να παίζω άλλο αυτό το παιχνίδι μαμά! Θέλω να βγω έξω να φωνάξω και να τρέξω.
Μη μιλάς!
Δεν έχει ήχο η σιωπή που γεννιέται απ’ την βία.
Κι όμως έχει.
Μια δεκάρα ακόμα…….. μια ευχή………..
Δεν έχει χρώμα ο φόβος που γεννιέται απ’ την άγνοια.
………..μα ..…..μα εγώ θέλω να προλάβω να μεγαλώσω…..
Τι θα πει αντίδραση μαμά; Τι πάει να πει περιθώριο;
Μια ευχή ακόμα και τέλος.
Να μεγαλώσω μαμά με κάθε τρόπο………………………..
……………………………………………………………...
Κι όμως ένιωθα πάντα μια θλίψη τα βράδια της Κυριακής. Ακόμα την νιώθω. Η καλή μας μέρα που τέλειωσε. Το καλό μας φαγητό που τέλειωσε. Και μένα με παίρνει μαζί του το κλάμα απ’ το χέρι. Με σεργιανάει σ’ έναν παράξενο πανικό.
Τι θα γίνει αύριο; Πως θα είμαι μεγάλη;
Την άλλη Κυριακή ο μπαμπάς θα κάνει τον μάγειρα πάλι. Κοκκινιστό απ’ τα χέρια του με λογής λογής μυρωδικά. Τα πρωινά μεσοβδόμαδα ζεστός τραχανάς  και η φωνή του μπαμπά. –Γκούτ  μόρνιγκ…..! εγέρθητι!
Γέλια, κλάματα  και παλιοί κρυμμένοι θυμοί. Κρυμμένες ελπίδες.
Πως θα είμαι μεγάλη μπαμπά;
…………………………………………………………….
Μνήμες που κρατώ ζεστές.
Πως με κοιτάς έτσι;
Τις κρατώ γλυκές.
Αν δεν με γνωρίζεις  δεν φταίω πια.
Δεν πέθανα στα τριάντα βλέπεις……………
Σκαρφάλωσα πάνω τους και τα πέρασα! Και είμαι εδώ.
Αντέχω να κρύβομαι μέσα μου ακόμα.
Χαϊδεύω την οργή.
Νανουρίζω το μίσος για να μην ξυπνήσει ποτέ μιας κι όλα υπάρχουν μέσα μας.
Μεγάλωσα… με κάθε τρόπο.
Και  είμαι τώρα εδώ… ένα μεγάλο παιδί.
Απλώνω τα χέρια στο σήμερα, κι ότι αγγίξω πονάει……….
...…………………………………………………………….
Ποιος θα μου φέρει μια σοκολάτα;
Ποιος θα μου δώσει μια ακόμα δεκάρα;
……………………………………………………………….
Φυτεύω γιασεμί κι αγιόκλημα για τα βράδια του καλοκαιριού.
Για να τρυπώνει απ’ τις  γρίλιες το άρωμα και έτσι να ’χω έναν λόγο για να μένω ξύπνια. Να μυρίζω τις μνήμες. Κι  ας βάφω τους τοίχους μεσ’ τον θυμό μου με κόκκινο. Αφορμή για καινούριες ελπίδες. Δροσιά στην φλόγα του νου. Καυτός αέρας στο καταχείμωνο. Στο καταχείμωνο της ψυχής.
Υπάρχουμε ακόμα. Μια δεκάρα ακόμα…μια ευχή….Να αντέχουμε το σήμερα μαμά……………………………………
Ήταν η εκπομπή καλημέρα παιδάκια. Τώρα πέρασε η ώρα… 




Το κείμενο γράφτηκε πριν από δεκαπέντε χρόνια από τη Δέσποινα Κοντάκη η οποία το αφιερώνει στη μητέρα της που έφυγε πριν από δυο χρόνια