Τσιράκι: Ουσιαστικό- ουδέτερο
Ετυμολογία: δεν τη βρήκα
Αρχικά σημαίνει βοηθός, «παιδί» (το παιδί του μαγαζιού), μαστορόπουλο.
Ο "άνθρωπος" που επιδιώκει να γίνει φίλος με κάποιον ανώτερο στην ιεραρχία προκειμένου να επωφεληθεί από αυτόν.
Γνωστός και ως: γλείφτης, γλίτσας, τσίρος, τσάτσος,λιάτσος, λιάτσα, δώστης, σπιούνος.
Γνωστός και ως: γλείφτης, γλίτσας, τσίρος, τσάτσος,λιάτσος, λιάτσα, δώστης, σπιούνος.
Παράδειγμα (προς αποφυγήν)
- Απ' όσο άκουσα, φέτος θα μου δώσουν την άδεια που δικαιούμαι!
- Σίγα μην τη δώσουνε σε σένα! Δεν βλέπεις τον άλλο , έχει γίνει τσιράκι του βουλευτή και δεν πατάει καθόλου στη δουλειά του !
- Σίγα μην τη δώσουνε σε σένα! Δεν βλέπεις τον άλλο , έχει γίνει τσιράκι του βουλευτή και δεν πατάει καθόλου στη δουλειά του !