Γράφει ο Ακης
Το σύστημα που καθιέρωσε η μεταπολίτευση εκτροχιάστηκε σχεδόν αμέσως. Αρχίζοντας με τις καλύτερες προθέσεις, μεταβλήθηκε σε πεδίο συναλλαγής ανάμεσα στην πολιτική τάξη και στον ψηφοφόρο, με αντικείμενο τη νομή του κράτους. Για να εξυπηρετείται ο πολίτης, δηλαδή για να εξαγοράζεται με ρουσφέτια, ατομικά και ομαδικά, χρειάζονταν τα κόμματα και οι κομματάρχες να ελέγχουν τράπεζες και παραγωγικές και μη μονάδες.
Δίχως ιδεολογική πυξίδα, με γνώμονα το κομματικό και ατομικό συμφέρον, αλώθηκε έτσι σταδιακά ένα μεγάλο μέρος της οικονομίας και όχι μόνον, γιατί πρέπει εδώ να συμπεριλάβουμε και τομείς όπως η Παιδεία, η Υγεία και η Τοπική Αυτοδιοίκηση. Κάτω από το πρόσχημα της κοινωνικής δικαιοσύνης κ. λπ., κρύβονταν τα πραγματικά κίνητρα της προώθησης κομματικής και ατομικής καριέρας. Κριτήρια όπως η παραγωγικότητα και η αξιοκρατία θυσιάστηκαν στην αγορά ψήφων. Η διεθνής ανταγωνιστικότητα της χώρας έπιασε πάτο και παραμένει εκεί. Με πλήρη επίγνωση του συμφέροντός τους, αλλά και του ότι είχαν εξασφαλίσει μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας από ό, τι τους άξιζε, οι ευνοημένοι από τις εξελίξεις φρόντισαν να πετύχουν, συχνά εκβιαστικά, να κατοχυρώνουν τα προνόμιά τους με νόμους και να τα κάνουν «κεκτημένα». Φτιάχτηκε έτσι ένα δίχτυ αράχνης, μέσα στο οποίο είναι τώρα παγιδευμένη η Ελλάδα.
Παράλληλα με τη δημιουργία του υπερτροφικού κράτους έχασε το κύρος της και ξεχαρβαλώθηκε η κρατική μηχανή. Διοίκηση με συνέχεια, πείρα και ανεξαρτησία, δεν ήταν ανεκτή.
Το σύστημα άντεξε σχεδόν σαράντα χρόνια, γιατί βομβαρδίστηκε κυριολεκτικά με λεφτά. Τις πρώτες δεκαετίες συντηρήθηκε από τον πληθωρισμό και μετά το 1981 και από αχαλίνωτο κρατικό δανεισμό για κατανάλωση και σπατάλη. Οπως συμβαίνει με υπερχρεωμένες επιχειρήσεις, σύντομα μπήκαμε στον φαύλο κύκλο να δανειζόμαστε για να εξοφλούμε τους τόκους. Ο ιδιωτικός τομέας συνέπλευσε με όλα αυτά, γιατί δεν είχε επιλογή, αλλά και γιατί η στενή επαφή με το κράτος ευνόησε πολλούς. Υπήρχαν λεφτά για όλους, φρόντιζαν γι' αυτό οι δανειστές μας και η Ευρωπαϊκή Ενωση.
Το πάρτι σταμάτησε πριν από περίπου ένα χρόνο, γιατί μας έκοψαν τα δανεικά. Κάποτε θα γινόταν.
Με το κλείσιμο της κάνουλας, το σύστημα που είχε στηθεί το 1974 βρέθηκε αρχικά σε αμηχανία. Λίγοι κατάλαβαν αμέσως ότι κάτι βασικό είχε αλλάξει. Μερικοί δεν το έχουν ακόμη καταλάβει, ούτε πρόκειται ποτέ, αλλά κάποτε η μεγάλη πλειοψηφία των ευνοημένων ξύπνησε σε μια για εκείνους εφιαλτική προοπτική και παρεμπιπτόντως εφιαλτική και για τη χώρα. Στον πανικό ο κρατισμός γαντζώθηκε για να σωθεί επάνω στον ιδιωτικό τομέα, το κομμάτι της οικονομίας που ακόμη παράγει κάποιον πλούτο. Τα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν. Το παράσιτο ήδη απομυζά όσο υγιές αίμα έχει ακόμη απομείνει στον οργανισμό. Κλείνουν δουλειές, μαγαζιά, όσες επιχειρήσεις μπορούν ξενιτεύονται καθώς και όσοι νέοι έχουν τη δυνατότητα. Η ανεργία αυξάνεται, πάντα στον ιδιωτικό τομέα. Επενδύσεις τέρμα.
Ζει η χώρα σήμερα κάτω από την επιτήρηση των ξένων, που μας δίνουν κάποιο χρονικό περιθώριο για να φτιάξουμε τα του οίκου μας, που σημαίνει να δημιουργήσουμε περισσεύματα αρκετά για να ξαναρχίσουμε να εξυπηρετούμε μόνοι μας το χρέος. Η δυνατότητα να ξαναβγεί η Ελλάδα στις αγορές δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μόνον έτσι εξασφαλίζεται η ανεξαρτησία και ασφάλειά της, και η συνταγή για ανάκαμψη υπάρχει: κατάργηση κεκτημένων, νέα εργατική νομοθεσία, κλείσιμο ΔΕΚΟ, ριζικές μειώσεις προσωπικού, απολύσεις στον δημόσιο τομέα. Κατεδάφιση, με άλλα λόγια, μεγάλου μέρους του οικοδομήματος που χτίστηκε για παραπάνω από μια γενιά. Ξήλωμα με κόστος, αναπόφευκτες συγκρούσεις και κίνδυνο αποτυχίας, αλλά μονόδρομος.
Είναι σε θέση τα κόμματα να ανταποκριθούν στην ανάγκη; Και τα δύο μεγάλα είναι χωρίς ικανά στελέχη και αξιοπιστία. Είναι οι ίδιοι που μας έχουν φέρει έως εδώ, στα τωρινά χάλια. Ομως, αν μη τι άλλο, οι πολιτικοί μας έχουν πολύ ανεπτυγμένο το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Κι αυτό θα έπρεπε να τους λέει να τα βρουν μεταξύ τους και να βάλουνε στη γωνία τους κομματικούς στρατούς τους, να ξηλώσουν όσα ράψανε έως τώρα και γρήγορα, γιατί ο χρόνος δουλεύει εναντίον μας. Και να επιστρέψουν στο 1974, για να αναθεωρηθεί ένα φλύαρο και παρωχημένο Σύνταγμα, υπεύθυνο για πολλά από τα τωρινά προβλήματα.
Το σύστημα που καθιέρωσε η μεταπολίτευση εκτροχιάστηκε σχεδόν αμέσως. Αρχίζοντας με τις καλύτερες προθέσεις, μεταβλήθηκε σε πεδίο συναλλαγής ανάμεσα στην πολιτική τάξη και στον ψηφοφόρο, με αντικείμενο τη νομή του κράτους. Για να εξυπηρετείται ο πολίτης, δηλαδή για να εξαγοράζεται με ρουσφέτια, ατομικά και ομαδικά, χρειάζονταν τα κόμματα και οι κομματάρχες να ελέγχουν τράπεζες και παραγωγικές και μη μονάδες.
Δίχως ιδεολογική πυξίδα, με γνώμονα το κομματικό και ατομικό συμφέρον, αλώθηκε έτσι σταδιακά ένα μεγάλο μέρος της οικονομίας και όχι μόνον, γιατί πρέπει εδώ να συμπεριλάβουμε και τομείς όπως η Παιδεία, η Υγεία και η Τοπική Αυτοδιοίκηση. Κάτω από το πρόσχημα της κοινωνικής δικαιοσύνης κ. λπ., κρύβονταν τα πραγματικά κίνητρα της προώθησης κομματικής και ατομικής καριέρας. Κριτήρια όπως η παραγωγικότητα και η αξιοκρατία θυσιάστηκαν στην αγορά ψήφων. Η διεθνής ανταγωνιστικότητα της χώρας έπιασε πάτο και παραμένει εκεί. Με πλήρη επίγνωση του συμφέροντός τους, αλλά και του ότι είχαν εξασφαλίσει μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας από ό, τι τους άξιζε, οι ευνοημένοι από τις εξελίξεις φρόντισαν να πετύχουν, συχνά εκβιαστικά, να κατοχυρώνουν τα προνόμιά τους με νόμους και να τα κάνουν «κεκτημένα». Φτιάχτηκε έτσι ένα δίχτυ αράχνης, μέσα στο οποίο είναι τώρα παγιδευμένη η Ελλάδα.
Παράλληλα με τη δημιουργία του υπερτροφικού κράτους έχασε το κύρος της και ξεχαρβαλώθηκε η κρατική μηχανή. Διοίκηση με συνέχεια, πείρα και ανεξαρτησία, δεν ήταν ανεκτή.
Το σύστημα άντεξε σχεδόν σαράντα χρόνια, γιατί βομβαρδίστηκε κυριολεκτικά με λεφτά. Τις πρώτες δεκαετίες συντηρήθηκε από τον πληθωρισμό και μετά το 1981 και από αχαλίνωτο κρατικό δανεισμό για κατανάλωση και σπατάλη. Οπως συμβαίνει με υπερχρεωμένες επιχειρήσεις, σύντομα μπήκαμε στον φαύλο κύκλο να δανειζόμαστε για να εξοφλούμε τους τόκους. Ο ιδιωτικός τομέας συνέπλευσε με όλα αυτά, γιατί δεν είχε επιλογή, αλλά και γιατί η στενή επαφή με το κράτος ευνόησε πολλούς. Υπήρχαν λεφτά για όλους, φρόντιζαν γι' αυτό οι δανειστές μας και η Ευρωπαϊκή Ενωση.
Το πάρτι σταμάτησε πριν από περίπου ένα χρόνο, γιατί μας έκοψαν τα δανεικά. Κάποτε θα γινόταν.
Με το κλείσιμο της κάνουλας, το σύστημα που είχε στηθεί το 1974 βρέθηκε αρχικά σε αμηχανία. Λίγοι κατάλαβαν αμέσως ότι κάτι βασικό είχε αλλάξει. Μερικοί δεν το έχουν ακόμη καταλάβει, ούτε πρόκειται ποτέ, αλλά κάποτε η μεγάλη πλειοψηφία των ευνοημένων ξύπνησε σε μια για εκείνους εφιαλτική προοπτική και παρεμπιπτόντως εφιαλτική και για τη χώρα. Στον πανικό ο κρατισμός γαντζώθηκε για να σωθεί επάνω στον ιδιωτικό τομέα, το κομμάτι της οικονομίας που ακόμη παράγει κάποιον πλούτο. Τα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν. Το παράσιτο ήδη απομυζά όσο υγιές αίμα έχει ακόμη απομείνει στον οργανισμό. Κλείνουν δουλειές, μαγαζιά, όσες επιχειρήσεις μπορούν ξενιτεύονται καθώς και όσοι νέοι έχουν τη δυνατότητα. Η ανεργία αυξάνεται, πάντα στον ιδιωτικό τομέα. Επενδύσεις τέρμα.
Ζει η χώρα σήμερα κάτω από την επιτήρηση των ξένων, που μας δίνουν κάποιο χρονικό περιθώριο για να φτιάξουμε τα του οίκου μας, που σημαίνει να δημιουργήσουμε περισσεύματα αρκετά για να ξαναρχίσουμε να εξυπηρετούμε μόνοι μας το χρέος. Η δυνατότητα να ξαναβγεί η Ελλάδα στις αγορές δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μόνον έτσι εξασφαλίζεται η ανεξαρτησία και ασφάλειά της, και η συνταγή για ανάκαμψη υπάρχει: κατάργηση κεκτημένων, νέα εργατική νομοθεσία, κλείσιμο ΔΕΚΟ, ριζικές μειώσεις προσωπικού, απολύσεις στον δημόσιο τομέα. Κατεδάφιση, με άλλα λόγια, μεγάλου μέρους του οικοδομήματος που χτίστηκε για παραπάνω από μια γενιά. Ξήλωμα με κόστος, αναπόφευκτες συγκρούσεις και κίνδυνο αποτυχίας, αλλά μονόδρομος.
Είναι σε θέση τα κόμματα να ανταποκριθούν στην ανάγκη; Και τα δύο μεγάλα είναι χωρίς ικανά στελέχη και αξιοπιστία. Είναι οι ίδιοι που μας έχουν φέρει έως εδώ, στα τωρινά χάλια. Ομως, αν μη τι άλλο, οι πολιτικοί μας έχουν πολύ ανεπτυγμένο το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Κι αυτό θα έπρεπε να τους λέει να τα βρουν μεταξύ τους και να βάλουνε στη γωνία τους κομματικούς στρατούς τους, να ξηλώσουν όσα ράψανε έως τώρα και γρήγορα, γιατί ο χρόνος δουλεύει εναντίον μας. Και να επιστρέψουν στο 1974, για να αναθεωρηθεί ένα φλύαρο και παρωχημένο Σύνταγμα, υπεύθυνο για πολλά από τα τωρινά προβλήματα.