Από την παράσταση: "το ναυάγιο του Μπάρμπα Γιώργου" |
Tουλάχιστον τον γνωρίζουν όλοι. Πρόκειται για τον περίφημο Μπάρμπα-Γιώργο που εκπροσώπησε την ελληνική ψυχή. Ανέβηκε στο φωτισμένο πανί της σκηνής για να πολεμήσει τον Τούρκο και να εκδικηθεί τον Αλβανό, να χτυπήσει την αυθαιρεσία, να προστατεύσει τους αδυνάτους, τον ανιψιό του Καραγκιόζη, τον Χατζηαβάτη και τους άλλους. Μέχρι τότε η σκηνή ήταν φτωχή και χωρίς αντίδραση κυριαρχούσε η βία του Βεληγκέκα, μία βία που εκπροσωπούσε το φιλοπόλεμο στοιχείο και την καταπίεση του Τούρκου δυνάστη.
Αυτός είναι ο Μπάρμπα Γιώργος που μέχρι σήμερα στην ελληνική κοινωνία παραμένει ο τιμωρός της Επαρχίας
Γεννήθηκε σε μια ιδιαίτερα δύσκολη χρονιά για τον Ελληνισμό. Ήταν το 1897 όταν βρισκόταν σε ιδιαίτερη έξαρση το εθνικό αίσθημα και επιβάλλονταν στη χώρα μας σκληρά οικονομικά μέτρα.(κοίτα κάτι συμπτώσεις)
Η νίκη που κατήγαγαν οι Τούρκοι και τα δεινά που ακολούθησαν είχαν προκαλέσει εθνική κατάθλιψη.
Γκρεμίζονταν τα όνειρα για την απελευθέρωση των κατεχόμενων ακόμη από τους Τούρκους εδαφών.
Η αντίδραση θα έρθει από τους λαϊκούς καλλιτέχνες.
Τους ανθρώπους που βίωναν την καθημερινότητα του Έλληνα και αισθάνονταν την ανάγκη να τονώσουν το ηθικό του.
Για να το πετύχουν δεν ανατρέχουν στο αρχαίο κλέος.
Γεννούν τον νέο ήρωα.
Έναν τεράστιο βλάχο που μοιράζει καρπαζιές και προστατεύει τους αδύναμους συμπατριώτες του.
Έναν Ρουμελιώτη πρωταγωνιστή της μετεπαναστατικής ζωής. Ένα βράδυ, το κοινό του μπερντέ που έχει συνηθίσει να βλέπει τους πάντες και τα πάντα να απειλούνται και να δέρνονται από τον «χατζαροβριθή Αλβανό» βλέπει μπροστά του έναν λεβέντη φουστανελά. Το κλαρίνο παίρνει τη θέση του και ο Μπαρμπα-Γιώργος αρχίζει το τραγούδι:
«Ορέ του λεν, του λεν οι κούκοι στα βουνά
κι η πέρδικες στα πλάγια
του λέει κι ου πετροκότσυφας
στα κλέφτικα λημέρια»
Η κάθοδος του Μπαρμπα-Γιώργη από τη στάνη ήταν πανηγυρική. Η φουστανέλα του με τις πεντακόσιες μάνες, η κεντημένη σκούφια, η ασημένια ταμπακέρα, η τσατσάρα, το καθρεφτάκι, η μαντέκα για το βάψιμο του μουστακιού, η γκλίτσα, το ζουνάρι, τα τσαρούχια με τη φούντα και η καπνοσακούλα. Ο ερχομός στην πόλη αναγγέλλεται με τον μελωδικό ήχο κουδουνιών κυπριών γιδοπροβάτων και γαβγίσματα μαντρόσκυλων.
«Ω ηθογραφία, ω ακρίβεια χαρακτηρισμού, ω δύναμις λαϊκή από πού βγαίνεις;», αναρωτιόταν ο Ζ. Παπαντωνίου που παρουσίασε και στοιχεία από τις πρώτες παραστάσεις του.
«Τήρα, τήρα, τήρα»
Όπως όταν ο Μπαρμπα-Γιώργος έβλεπε τους άρχοντες να υποκλίνονται και μονολογούσε: «Τήρα, τήρα, τήρα π’ να τα’ πάρ’ ου διάουλους τουν πατέρα τήρα. Τήρα τς διαόλ, τς ιβρουπέους τι ήβραν τώρα!».
Ο απλός κόσμος, ο κόσμος της επαρχίας αφόριζε τις ευρωπαϊκές συνήθειες και εκφραζόταν με την ψυχή και την πλατυστομία του «ξινογαλά».
Ο οποίος έτρεμε μόνον «προ του ευρωπαϊκού πολιτισμού, πάντα όμως τα άλλα απειλών, τον Βεληγκέκαν, την ισχύν της βίας, καταδιώκων»!
Υ.Γ. Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και παράγοντες της σημερινής πραγματικότητας είναι εντελώς συμπτωματική…ή άλλως πως πρόκειται για κακέκτυπα του Γνήσιου Μπάρμπα Γιώργου
Ζοροάγγελος