Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

Το κλειδί της γνώσης


Χρονογράφημα
Γράφει: Τάκης Δημητρακόπουλος

Πάει πολύς καιρός από τότε που τον είδα τελευταία φορά! Η αλήθεια είναι πως αμέλησα αλλά και αυτός…άφαντος!
Πέρασα ένα δυο απογεύματα από το μικρό σπιτάκι στην άκρη κάποτε της πόλης, τώρα με «παρέα» αρκετά γύρω του σπίτια.


Το βρήκα σκοτεινό, κλειστό, ο κήπος του ήταν πάντα περιποιημένος, έδειχνε, την απουσία του φίλου μου.
Έτσι αποφάσισα να τον ψάξω, να τον αναζητήσω.
Ρώτησα γύρω και όλοι είχαν την ίδια απάντηση και την ίδια απορία, «Είναι εδώ» αλλά δεν πολυφαίνεται, δεν ασχολείται πια ούτε καν με τα φυτά και τα λουλούδια του. Φεύγει νωρίς το πρωί και επιστρέφει αργά μετά το σούρουπο.
 Τον  αναζήτησα ένα πρωινό που υποσχόταν ηλιόλουστη μέρα, θολό όμως από μια γκρίζα πυκνή ομίχλη.
 Εκείνος βαδιστής εκ πεποιθήσεως εγώ με το αυτοκίνητο, έφτασα πρώτος στο γνωστό ύψωμα.

 Βρήκα «ίχνη» φωτιάς. Έψηνε πάντα τον καφέ του, εκεί, με φρύγανα, ρίζες φασκομηλιάς και θυμαριού.
 Ο υγρός αέρας και η ομίχλη, έκαναν ως και τα πουλιά να σωπαίνουν.
 Βαθιά ρουφηξιά κρύου μυρωμένου αέρα, τσιγάρο και αναμονή.
 Τον άκουσα πρώτα, και τον είδα σαν σκιά να πλησιάζει.
 Με είδε και γέλασε! Καλημέρα! Βρε ιερόσυλε, τσιγάρο με φίλτρο και χωρίς καφέ! Σχολίασε γελαστός.
 Σπιθίριζαν τα μάτια του πίσω από τα θολωμένα γυαλιά.


Έβγαζε τα σύνεργα άναψε τη φωτιά και με κινήσεις αργές και μετρημένες, σαν να ιερουργούσε, άρχισε να ψήνει τον καφέ.
 Μοσχοβόλησε ο τόπος και η φωτιά και ο καφές.
Κάθισε απέναντί μου, ανάμεσα μας όση απέμεινε φωτιά και τα δυο φλιτζάνια να αχνίζουν.
Τον παρατηρούσα, μέσα στο ίδιο πάντα «τριμμένο» σακάκι το γιλέκο, το μπλε μπερέ του που του έδινε μια πώς να την πω.. χάρη.

Για πρώτη φορά παρατήρησα στο αριστερό του χέρι ένα μεγάλο παλιό ρολόι Βένους, δεμένο σφιχτά με ένα –το ίδιο παλιό- λουράκι. «μη ρωτήσεις την ώρα» είπε. «¨έτσι κι αλλιώς έχει σταματήσει ,εδώ και χρόνια!»
Τότε γιατί το φοράς? Τόλμησα να ρωτήσω.
Ήταν η σειρά του να δείξει έκπληκτος.
 «Περίμενα πως θα καταλάβαινες» είπε, «μετά από τόσα που είπαμε»Σώπασα αλλά δεν τον έπεισα πως είχα καταλάβει.
 «Θυμάσαι?» ρώτησε.
 Όταν πρωτογνωριστήκαμε σου είχα μιλήσει για τις ζωγραφιές μου, που ήταν μαυρόασπρες με το ίδιο πάντα θέμα.
 Ανατολή ή Δύση!
 Κατάλαβα νωρίς πως ούτε εγώ, ούτε κανένας άλλος κανείς μπορεί να αποδώσει αυτό το χρώμα!
Αργότερα και μετά από μια σειρά γεγονότων συνειδητοποίησα πως το ίδιο συμβαίνει και με το χρόνο! «Σκέψου» κάθε «τίκ» του ρολογιού οριοθετεί το «θάνατο» του «τακ» που προηγήθηκε και το αντίστροφο.
 Τίποτα πιο θνησιγενές από το χρόνο.
Δεν ξέρω λοιπόν αν συμβιβάστηκα με την ιδέα και αυτή τη «γνώση», σίγουρα όμως έμαθα και αποδέχτηκα το μάταιο του χρόνου και της «μέτρησής του».
Η έκπληξή μου μεγάλωνε και ο φίλος μου έδειχνε να το απολαμβάνει.
 Προσέφερε άφιλτρο τσιγάρο ρούφηξε βαθιά τον καπνό, αυτοκτονούμε με δόσεις, σχολίασε, ρούφηξε μια γουλιά καφέ, έμεινε για λίγο σιωπηλός, κοιτάζοντας την άκρη του τσιγάρου του, με κοίταξε και είπε « Φίλε αυτό είναι το κλειδί».
 Εύκολα δεν το αποδέχεσαι, χρειάζεται χρόνος, χρόνια ίσως αλλά και πολλά άλλα που δεν έχει νόημα να στα πω, «πρέπει να τα ζήσεις»!

 Το κλειδί λοιπόν φίλε μου συνέχισε αργά είναι η αποδοχή πως δεν είσαι παρά ένα μόριο που γεννήθηκε κάποτε, γνωστό αυτό και που θα πεθάνει σίγουρα κάποτε! Το πότε είναι το Άγνωστο!
Η αποδοχή, το κλειδί –αν όχι της «γνώσης»-τουλάχιστον της ηρεμίας.
 Κοίταξε το παλιό ρολόι του και είπε κλείνοντας το μάτι όλο νόημα.
 «Ώρα να πηγαίνω» Έτσι άδοξα και βιαστικά τελείωσε αυτή η ποιος ξέρει μπορεί και τελευταία συνάντησή μας! 
Νάστε καλά