Βικτώρια Μακρή |
Γράφει: Βικτώρια Μακρή
Δέσποινα Κοντάκη |
Στην πρώτη σελίδα του βιβλίου η Δέσποινα Κοντάκη – Τσιριγώτη παραθέτει ένα τρίστιχο, ως αρχή, ως εισαγωγή στην ποίησή της. Λέει,
Ένα παράξενο πλάσμα με κόκκινα φτερά
με σήκωνε σε μια στιγμή ψηλά…
… κι έγραφα μια ιστορία στο χρόνο.
Οι ποιητές, αυτό που θεωρούν ότι δεν έχουν επιδώσει ποτέ στο χρόνο, είναι το ίδιο τους το έργο. Το οποίο και το θεωρούν ημιτελές, ή και ελάχιστο, μπροστά στην απεραντοσύνη του χρόνου. Εκεί καταθέτουν ολόκληρο το έργο τους. Στο χρόνο. Αυτός είναι ο κατ’ εξοχήν αποδέκτης της ποίησής τους. Για το χρόνο γράφουν. Τον μέλλοντα, τον παρόντα, τον παρελθόντα. Γιατί ο χρόνος είναι ένας. Και οι ποιητές το γνωρίζουν. Είναι η στιγμή, που παραμένει αναλλοίωτη στην αιωνιότητα…
Η Δέσποινα Κοντάκη – Τσιριγώτη, λαμπερή και αντιπροσωπευτική εκπρόσωπος της ποίησης των ημερών μας, ονομάζει την πρώτη ποιητική της συλλογή Ανεπίδοτο, επειδή, βαθύτατα ανήσυχη, αλλά και υπεύθυνη για τη σχέση της ποίησής της με το χρόνο, θεωρεί πως, όσο ενσυνείδητα και να αισθάνεται ότι υπηρετεί το χώρο αυτό της λογοτεχνίας, πάντα θα υπάρχει ένα κομμάτι του εαυτού της που δεν θα το έχει επιδώσει ποτέ στον κριτή - χρόνο. Θα αισθάνεται ότι αφήνει πάντα ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί του, ότι θα του χρωστάει πάντα ένα επόμενο έργο, μια συνέχεια, μια ολοκλήρωση, ένα φινάλε…
Και όμως.
Ένα παράξενο πλάσμα με κόκκινα φτερά
με σήκωνε σε μια στιγμή ψηλά…
… κι έγραφα μια ιστορία στο χρόνο.
Οι ποιητές, αυτό που θεωρούν ότι δεν έχουν επιδώσει ποτέ στο χρόνο, είναι το ίδιο τους το έργο. Το οποίο και το θεωρούν ημιτελές, ή και ελάχιστο, μπροστά στην απεραντοσύνη του χρόνου. Εκεί καταθέτουν ολόκληρο το έργο τους. Στο χρόνο. Αυτός είναι ο κατ’ εξοχήν αποδέκτης της ποίησής τους. Για το χρόνο γράφουν. Τον μέλλοντα, τον παρόντα, τον παρελθόντα. Γιατί ο χρόνος είναι ένας. Και οι ποιητές το γνωρίζουν. Είναι η στιγμή, που παραμένει αναλλοίωτη στην αιωνιότητα…
Η Δέσποινα Κοντάκη – Τσιριγώτη, λαμπερή και αντιπροσωπευτική εκπρόσωπος της ποίησης των ημερών μας, ονομάζει την πρώτη ποιητική της συλλογή Ανεπίδοτο, επειδή, βαθύτατα ανήσυχη, αλλά και υπεύθυνη για τη σχέση της ποίησής της με το χρόνο, θεωρεί πως, όσο ενσυνείδητα και να αισθάνεται ότι υπηρετεί το χώρο αυτό της λογοτεχνίας, πάντα θα υπάρχει ένα κομμάτι του εαυτού της που δεν θα το έχει επιδώσει ποτέ στον κριτή - χρόνο. Θα αισθάνεται ότι αφήνει πάντα ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί του, ότι θα του χρωστάει πάντα ένα επόμενο έργο, μια συνέχεια, μια ολοκλήρωση, ένα φινάλε…
Και όμως.
Η Δέσποινα Κοντάκη – Τσιριγώτη, με την πρώτη κιόλας ποιητική της συλλογή, επιδίδει. Κοινοποιεί. Γνωστοποιεί. Κυρίως, χωρίς να μας χρωστάει το παραμικρό, μας δίνει πολλά. Μας γεμίζει. Κάνει ψυχικό άνοιγμα και προσφέρει σε μας, τους αναγνώστες, έρωτα, αγάπη, όνειρα, ελπίδα, χαρά.
‘Έχω ένα ορμητικό ποτάμι μέσα μου… και μου είπαν πως πρέπει να φτιάξω νεροφράγματα…’, λέει. Γιατί το λέει: για να μας καταστήσει σαφές ότι, απλώς, δεν πρόκειται να το κάνει. Ότι, ως ποιήτρια, θα αφήσει την ορμή από μέσα της να παρασύρει αυτά που νοιώθει, να τα εξωτερικεύσει και να τα καταγράψει.
‘Κάποτε είναι που δεν αντέχω τη σιωπή μέσα μου, και τότε… τότε είναι που βγαίνω στο δρόμο…’, συμπληρώνει. Και σπάει τη σιωπή μέσα της και γράφει: ‘Έχω κλάψει πολύ για ανθρώπους που πέθαναν. Περισσότερο όμως, έχω κλάψει για ζωντανούς. Οι άνθρωποι που έφυγαν ήταν σαν από καιρό αγιασμένοι… Οι ζωντανοί είναι, που δεν γνωρίζω πού θα τους πάει η άγνοια στο ταξίδι τους’.
Αγάπησα από την πρώτη στιγμή την ποίηση της Δέσποινας Κοντάκη – Τσιριγώτη. Οι στίχοι της με συγκλόνισαν, με μάγεψαν. Διαισθητικά, είπα πως αυτή η ποιήτρια είναι ενός βεληνεκούς του οποίου η τροχιά ξεκινάει από το μολύβι της τη στιγμή που γράφει τους στίχους και καταλήγει στην αιώνια στιγμή του χρόνου. Στον οποίο χρόνο η Δέσποινα θα αντέξει, επειδή θα αισθάνεται ότι πάντα θα του οφείλει ένα Ανεπίδοτο, άρα πάντα θα του επιδίδει το συγγραφικό της χρέος, και μάλιστα με τη μέγιστη συνειδησιακή της προσφορά.
‘Δεν θέλω πια κανέναν πόλεμο. Τίποτα πια να γδέρνει την ψυχή μου…’
‘Θα περάσει ακόμα καιρός. Θα καταγράφει η ψυχή απουσίες. Τα χέρια μας θα κρατήσουν άλλα χέρια, τα σώματα θα ξενιτευτούν σε άλλες πατρίδες, τα βλέμματα θα κουραστούν από εικόνες δίχως νόημα. Γι’ αυτό σ’ αγαπώ σήμερα. Για ν’ αντέξω όλα αυτά κάποτε’.
Στίχοι βαθιά ανθρώπινοι, ψυχικοί, δυνατοί, βαθιά ερωτικοί. Επειδή, όλη η ζωή είναι μια πράξη έρωτα. Και οι ποιητές, πρώτοι απ’ όλους μας, το έχουν αντιληφθεί αυτό.
‘Δεν με γνωρίζεις. Ποια είναι αλήθεια δεν το ξέρεις. Τι είμαι αλήθεια και τι προοπτική έχω να είμαι δεν το ξέρεις. Κι είναι γιατί έρχεσαι φεύγοντας. Ποτέ δεν μένεις’.
‘Και τώρα γεια. Έχω να πάω να στολιστώ… Βλέπεις… ετούτη η ερημιά δεν αγαπά τις άσχημες… Όμορφη με ζητά…’
Ξεδιπλώνει τη γυναίκα η Δέσποινα Κοντάκη – Τσιριγώτη και την αφήνει ψυχικά γυμνή και διάφανη μπροστά στα μάτια του αγαπημένου, μπροστά στα μάτια της ίδιας της ζωής. Η γυναικεία ποίηση ξεχωρίζει από τους στίχους τους γραμμένους από αντρίκιο χέρι, από το γεγονός ότι εξομολογείται τα μυστικά της γυναικείας φύσης της στον αιώνιο εξομολογητή της, τον άντρα, το πάθος της, τον πόνο της, το άλλο μισό της ύπαρξής της. Πάντα σ’ ένα αρσενικό ον απευθύνονται οι στίχοι της γυναίκας ποιήτριας, είτε αυτό το ον ονομάζεται χρόνος, είτε άντρας, είτε έρωτας, είτε χωρισμός, είτε πόνος, είτε Θεός.
‘Ήρθε η νύχτα στα χέρια μου βενετσιάνικο κρύσταλλο… Από μακριά, μου ακούγονται κορίτσια να κλαίνε… Τα μαλλιά τους λυτά σχηματίζουν οδύνες για αγάπες που φύγαν…’
‘Ξύπνησα πάλι αγαπώντας σε κάτω από τις ράγες των πρωινών τραίνων, μ’ ένα διαμπερές βλέμμα να χάσκει στο σώμα μου. Πού είσαι πάλι λοιπόν; Πόσους θανάτους πρέπει να μετρήσω για να είσαι εδώ;’
‘Αγαπημένε μου πού χάθηκαν τα μάτια σου, πώς να σε βρω και πώς να σε φωνάξω, κοχύλια και κοράλλια μ’ οδηγούν, γοργόνες τραγουδούν και μ’ αγκαλιάζουν’.
Η ποίηση της Δέσποινας Κοντάκη – Τσιριγώτη έχει στις περιγραφές της εικόνες από τη θάλασσα, από τη Χαλκίδα, από την Ελλάδα, από τη μάνα, τη φίλη, την πανσέληνο, τη νύχτα, το φως, τη μέρα. Έχει πνοή, σχεδόν ακούς τη φωνή της ποιήτριας μέσα σου να σου απαγγέλει η ίδια το ποίημα που διαβάζεις. Πρωτίστως, έχει εικόνες από το μέσα μας κομμάτι, αυτό της ψυχής μας, αυτό που μόνο οι ποιητές βλέπουν και σκιαγραφούν με μαεστρία.
‘Αύγουστος και βρέχει στο χώρο μου. Είναι κάτι βροχές παράξενες αυτές. Πιο πολύ σ’ αυτόν τον κόσμο με λύγισε η απόγνωση των ανθρώπων. Αυτές τις παράξενες βροχερές ημέρες των ανθρώπων… Όχι, δεν είναι η βροχή… δεν είναι τα δάκρυα που σε διαλύουν. Είναι που δεν σηκώνεις το χέρι να τα σκουπίσεις. Είναι η ακαμψία που σου προκαλεί η απόγνωση. Ποιος είναι δίπλα μου;’
Ανεπίδοτο. Δέσποινα Κοντάκη – Τσιριγώτη. Ποίηση που επιδόθηκε. Που κατατέθηκε στις καρδιές μας. Που είναι εδώ, μέσα μας.
Λέει το ομώνυμο ποίημα της:
‘Πλέκω στεφάνια ανεπίδοτων φιλιών… βασιλικού και γιασεμιού τα άνθη… Για το φθινόπωρο που θα ‘ρθει… Το κάθισμα που μένει άδειο να στολίσω… Κι ένα ποτήρι με νερό να σου γεμίσω. Σίγουρα… θα διψάς όταν θα φτάσεις’.
Συγχαρητήρια στους ποιητές που μας επιδίδουν
την τέχνη της λύτρωσης, της ανάσας της ψυχής
μας, μέσα από τη γραφή της ποίησής τους.
Συγχαρητήρια Δέσποινα.
Βικτώρια Μακρή
‘Έχω ένα ορμητικό ποτάμι μέσα μου… και μου είπαν πως πρέπει να φτιάξω νεροφράγματα…’, λέει. Γιατί το λέει: για να μας καταστήσει σαφές ότι, απλώς, δεν πρόκειται να το κάνει. Ότι, ως ποιήτρια, θα αφήσει την ορμή από μέσα της να παρασύρει αυτά που νοιώθει, να τα εξωτερικεύσει και να τα καταγράψει.
‘Κάποτε είναι που δεν αντέχω τη σιωπή μέσα μου, και τότε… τότε είναι που βγαίνω στο δρόμο…’, συμπληρώνει. Και σπάει τη σιωπή μέσα της και γράφει: ‘Έχω κλάψει πολύ για ανθρώπους που πέθαναν. Περισσότερο όμως, έχω κλάψει για ζωντανούς. Οι άνθρωποι που έφυγαν ήταν σαν από καιρό αγιασμένοι… Οι ζωντανοί είναι, που δεν γνωρίζω πού θα τους πάει η άγνοια στο ταξίδι τους’.
Αγάπησα από την πρώτη στιγμή την ποίηση της Δέσποινας Κοντάκη – Τσιριγώτη. Οι στίχοι της με συγκλόνισαν, με μάγεψαν. Διαισθητικά, είπα πως αυτή η ποιήτρια είναι ενός βεληνεκούς του οποίου η τροχιά ξεκινάει από το μολύβι της τη στιγμή που γράφει τους στίχους και καταλήγει στην αιώνια στιγμή του χρόνου. Στον οποίο χρόνο η Δέσποινα θα αντέξει, επειδή θα αισθάνεται ότι πάντα θα του οφείλει ένα Ανεπίδοτο, άρα πάντα θα του επιδίδει το συγγραφικό της χρέος, και μάλιστα με τη μέγιστη συνειδησιακή της προσφορά.
‘Δεν θέλω πια κανέναν πόλεμο. Τίποτα πια να γδέρνει την ψυχή μου…’
‘Θα περάσει ακόμα καιρός. Θα καταγράφει η ψυχή απουσίες. Τα χέρια μας θα κρατήσουν άλλα χέρια, τα σώματα θα ξενιτευτούν σε άλλες πατρίδες, τα βλέμματα θα κουραστούν από εικόνες δίχως νόημα. Γι’ αυτό σ’ αγαπώ σήμερα. Για ν’ αντέξω όλα αυτά κάποτε’.
Στίχοι βαθιά ανθρώπινοι, ψυχικοί, δυνατοί, βαθιά ερωτικοί. Επειδή, όλη η ζωή είναι μια πράξη έρωτα. Και οι ποιητές, πρώτοι απ’ όλους μας, το έχουν αντιληφθεί αυτό.
‘Δεν με γνωρίζεις. Ποια είναι αλήθεια δεν το ξέρεις. Τι είμαι αλήθεια και τι προοπτική έχω να είμαι δεν το ξέρεις. Κι είναι γιατί έρχεσαι φεύγοντας. Ποτέ δεν μένεις’.
‘Και τώρα γεια. Έχω να πάω να στολιστώ… Βλέπεις… ετούτη η ερημιά δεν αγαπά τις άσχημες… Όμορφη με ζητά…’
Ξεδιπλώνει τη γυναίκα η Δέσποινα Κοντάκη – Τσιριγώτη και την αφήνει ψυχικά γυμνή και διάφανη μπροστά στα μάτια του αγαπημένου, μπροστά στα μάτια της ίδιας της ζωής. Η γυναικεία ποίηση ξεχωρίζει από τους στίχους τους γραμμένους από αντρίκιο χέρι, από το γεγονός ότι εξομολογείται τα μυστικά της γυναικείας φύσης της στον αιώνιο εξομολογητή της, τον άντρα, το πάθος της, τον πόνο της, το άλλο μισό της ύπαρξής της. Πάντα σ’ ένα αρσενικό ον απευθύνονται οι στίχοι της γυναίκας ποιήτριας, είτε αυτό το ον ονομάζεται χρόνος, είτε άντρας, είτε έρωτας, είτε χωρισμός, είτε πόνος, είτε Θεός.
‘Ήρθε η νύχτα στα χέρια μου βενετσιάνικο κρύσταλλο… Από μακριά, μου ακούγονται κορίτσια να κλαίνε… Τα μαλλιά τους λυτά σχηματίζουν οδύνες για αγάπες που φύγαν…’
‘Ξύπνησα πάλι αγαπώντας σε κάτω από τις ράγες των πρωινών τραίνων, μ’ ένα διαμπερές βλέμμα να χάσκει στο σώμα μου. Πού είσαι πάλι λοιπόν; Πόσους θανάτους πρέπει να μετρήσω για να είσαι εδώ;’
‘Αγαπημένε μου πού χάθηκαν τα μάτια σου, πώς να σε βρω και πώς να σε φωνάξω, κοχύλια και κοράλλια μ’ οδηγούν, γοργόνες τραγουδούν και μ’ αγκαλιάζουν’.
Η ποίηση της Δέσποινας Κοντάκη – Τσιριγώτη έχει στις περιγραφές της εικόνες από τη θάλασσα, από τη Χαλκίδα, από την Ελλάδα, από τη μάνα, τη φίλη, την πανσέληνο, τη νύχτα, το φως, τη μέρα. Έχει πνοή, σχεδόν ακούς τη φωνή της ποιήτριας μέσα σου να σου απαγγέλει η ίδια το ποίημα που διαβάζεις. Πρωτίστως, έχει εικόνες από το μέσα μας κομμάτι, αυτό της ψυχής μας, αυτό που μόνο οι ποιητές βλέπουν και σκιαγραφούν με μαεστρία.
‘Αύγουστος και βρέχει στο χώρο μου. Είναι κάτι βροχές παράξενες αυτές. Πιο πολύ σ’ αυτόν τον κόσμο με λύγισε η απόγνωση των ανθρώπων. Αυτές τις παράξενες βροχερές ημέρες των ανθρώπων… Όχι, δεν είναι η βροχή… δεν είναι τα δάκρυα που σε διαλύουν. Είναι που δεν σηκώνεις το χέρι να τα σκουπίσεις. Είναι η ακαμψία που σου προκαλεί η απόγνωση. Ποιος είναι δίπλα μου;’
Ανεπίδοτο. Δέσποινα Κοντάκη – Τσιριγώτη. Ποίηση που επιδόθηκε. Που κατατέθηκε στις καρδιές μας. Που είναι εδώ, μέσα μας.
Λέει το ομώνυμο ποίημα της:
‘Πλέκω στεφάνια ανεπίδοτων φιλιών… βασιλικού και γιασεμιού τα άνθη… Για το φθινόπωρο που θα ‘ρθει… Το κάθισμα που μένει άδειο να στολίσω… Κι ένα ποτήρι με νερό να σου γεμίσω. Σίγουρα… θα διψάς όταν θα φτάσεις’.
Συγχαρητήρια στους ποιητές που μας επιδίδουν
την τέχνη της λύτρωσης, της ανάσας της ψυχής
μας, μέσα από τη γραφή της ποίησής τους.
Συγχαρητήρια Δέσποινα.
Βικτώρια Μακρή